έκτριμμα

έκτριμμα
το (AM ἔκτριμμα)
1. ό,τι αποβάλλεται με το τρίψιμο
2. έλκος, πληγή που δημιουργείται από τρίψιμο
αρχ.
ύφασμα για τρίψιμο, πετσέτα, χειρόμακτρον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἔκτριμμα — sore caused by rubbing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτρίμματα — ἔκτριμμα sore caused by rubbing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”